σαγγάριος
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
English (LSJ)
ὁ,
A maker of τζάγγαι (a kind of shoe), Hsch. s.v. σκυτεύς; cf. τσαγγάριος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκυτεύς, κατασκευαστὴς τζαγγῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τζαγγάριος].