ποίμνιος
From LSJ
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
English (LSJ)
α, ον,
A frequented by flocks, ἄλση E.Fr.740.5 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ποίμνιος: -α, -ον, ὁ ὑπὸ ποιμνίων συχναζόμενος, ἄλση Εὐρ. Ἀποσπ. 740.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α ποίμνη
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο συχνάζουν ποίμνια
2. ως κύριο όν. Ποίμνιος
προσωνυμία του Απόλλωνος κυρίως στην Αρκαδία.
Russian (Dvoretsky)
ποίμνιος: пастбищный (ἄλση Eur.).