χρονιστέον
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
A one must spend time, ἔν τινι Arist.Rh.1417b30.
Greek (Liddell-Scott)
χρονιστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χρονίζω, δεῖ χρονίζειν, ἔν τινι Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 2.
Greek Monotonic
χρονιστέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να παραταθεί χρονικά, σε Αριστ.