ὀμφαλόκαρπος
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
English (LSJ)
ον,
A bearing fruit like an ὀμφαλός, name for ἀπαρίνη, Dsc.3.90.
German (Pape)
[Seite 343] mit nabelförmiger Frucht, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφᾰλόκαρπος: -ον, ὁ φέρων καρπὸν ὅμοιον πρὸς ὀμφαλόν, = ἀπαρίνη, Διοσκ. 3. 104, ἐκ τῶν νόθων.
Greek Monolingual
ὀμφαλόκαρπος, -ον (Α)
(ως ονομασία του φυτού ἀπαρίνη) αυτός που έχει ή παράγει καρπό όμοιο με ομφαλό.