στερροσώματος

From LSJ
Revision as of 14:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερροσώμᾰτος Medium diacritics: στερροσώματος Low diacritics: στερροσώματος Capitals: ΣΤΕΡΡΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: sterrosṓmatos Transliteration B: sterrosōmatos Transliteration C: sterrosomatos Beta Code: sterrosw/matos

English (LSJ)

ον,

   A with strong body or frame, Xenarch.1.10 (Lob. for στερνοσώματος).

Greek (Liddell-Scott)

στερροσώματος: -ον, ὁ ἔχων στερεὸν σῶμα, Ξέναρχ. ἐν «Βουτ.» 1, κατὰ τὸν Λοβέκ. ἀντὶ στερνοσώματος, ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει στερεό, ισχυρό σώμα ή στερεά κατασκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. μεγαλο-σώματος].