συμπερικομίζω
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
A convey round with, IG11(2).165.6 (Delos, iii B.C.).
Greek Monolingual
Α περικομίζω
περιφέρω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο.
Greek Monolingual
Α περικομίζω
περιφέρω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο.