συνιδρύω

From LSJ
Revision as of 14:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνιδρύω Medium diacritics: συνιδρύω Low diacritics: συνιδρύω Capitals: ΣΥΝΙΔΡΥΩ
Transliteration A: synidrýō Transliteration B: synidryō Transliteration C: synidryo Beta Code: sunidru/w

English (LSJ)

   A dedicate together with, Καίσαρα τοῖς θεοῖς App.BC5.132:— Pass., συνιδρῦσθαι Ἑρμῇ Ath.13.561d:—Med., Sch.Pi.P.3.137.

Greek (Liddell-Scott)

συνιδρύω: ἱδρύω ὁμοῦ, συναφιερώνω ἄγαλμα ἢ βωμόν, κλπ., καὶ αὐτὸν (δηλ. τὸν Καίσαρα) αἱ πόλεις τοῖς σφετέροις θεοῖς συνίδρυον Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 132. ― Παθ., συνιδρῦσθαι Ἑρμῇ Ἀθήν. 561D. ― Μέσ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 137.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
ιδρύω κάτι από κοινού με άλλον ή με άλλους.