ἄνιχθυς
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
υ, gen. υος,
A without fish, λίμνη Str.16.1.21.
German (Pape)
[Seite 239] υος, fischarm, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνιχθυς: υ, γεν. -υος, ἄνευ ἰχθύων ἢ μετὰ ὀλίγων ἰχθύων, ἁλμυρὰν αὐτὴν (τὴν λίμνην) οὖσαν καὶ ἄνιχθυν Στράβ. 746.
Spanish (DGE)
-υ, gen. -υος que carece de peces λίμνη Str.16.1.21.
Greek Monolingual
ἄνιχθυς, -υ (Α)
(για ποταμούς ή λίμνες) αυτός που δεν έχει ψάρια.