ἄνεικος
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
ον,
A without demur, φόρον ἄ. τελεῖν CIG2693e11 (Cyzicus).
Greek (Liddell-Scott)
ἄνεικος: -ον, ἄνευ νείκους, δηλ. φιλονεικίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2693e, 11.
Spanish (DGE)
-ον no objetado φόρον ἄ. τελεῖν CIG 2693e.11 (Milasa).