ὠχραντικός
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
ή, όν,
A making pale or wan, only in Adv. -κῶς κινεῖσθαι, πάσχειν, of jaundiced patients, who see everything with a yellow tinge, S.E.M.7.192, 198.
Greek (Liddell-Scott)
ὠχραντικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν τινα ὠχρόν, μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς κινεῖσθαι, πάσχειν, ἐπὶ τὼν ἰκτερικῶν οἵτινες τὰ πάντα βλέπουσιν ἔχοντα χροιάν τινα ὠχράν. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 192, 198.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὠχραίνω
αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι ωχρό.
επίρρ...
ὠχραντικῶς Α
(ιδίως για τους πάσχοντες από ίκτερο) κατά τρόπο ωχραντικό.