ἀρτέον
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
(αἴρω)
A one must take away, Socr. ap. Stob.3.13.63; τράπεζαν one must clear, Alex.250.1. 2 one must deny, Polystr. p.24 W.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτέον: ῥημ. ἐπιθ. τοῦ αἴρω, πρέπει τις νὰ ἄρῃ ἐκ μέσου, νὰ σηκώσῃ, ἀρτέον τράπεζαν, ἀπονίψασθαί δοτέον, «νὰ σηκώσουν τὸ τραπέζι καὶ νὰ φέρουν νίψιμον» Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de αἴρω.
Spanish (DGE)
hay que levantar o quitar τράπεζαν Alex.250.1 (cód.), fig. τὴν παρρησίαν Socr. en Stob.3.13.63, cf. Polystr.Contempt.25.7.10.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτέον: adj. verb. к αἴρω.