ὀρόφινος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον,
A roofed with reeds, Aen.Tact.32.8 ; cf. ὀρ<ο>φίνη· καλάμη μελίνης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 386] mit Rohr bedeckt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρόφῐνος: -η, -ον, κεκαλυμμένος διὰ καλάμων ἢ πεποιημένος ἐκ καλάμων, Αἰν. Τακτ. 32.
{{grml
|mltxt=ὀρόφινος, -ίνη, -ον (Α) [[όροφος / οροφή
1. σκεπασμένος με καλαμένια στέγη
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρ < ο>φίνη
καλάμη μελίνης».
}}