τρυγητήριον
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
τό,
A wine-press, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγητήριον: τό, ληνός, «πατητῆρι» σταφυλῶν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ο ληνός, το πατητήρι τών σταφυλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. -τήριον].