ἀμμοχωσία
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ἡ,
A sand-bath, Herod.Med. ap. Orib.10.8 tit., Antyll. ap. Aët.3.9.
German (Pape)
[Seite 126] ἡ, das Vergraben im Sande, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμοχωσία: ἡ, ἐπίχωσις δι’ ἄμμου, Παῦλ. Αἰγ. 3. 48.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
baño de arena tít. en Herod.Med. en Orib.10.8, tít. en Antyll. en Aët.3.9.
Greek Monolingual
η (Α ἀμμοχωσία)
κοίλωμα γης γεμάτο άμμο που προέρχεται από χείμαρρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + χῶσις < χώννυμι.