μαντική

From LSJ
Revision as of 13:31, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

η (Α μαντική)
η τέχνη του μάντη, η ικανότητα να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα («τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθέτου μαντικός.

Russian (Dvoretsky)

μαντική: ἡ (sc. τέχνη) Her., Plat., Trag. = μαντευτική.

English (Woodhouse)

(see also: μαντικός) divination, art of prediction, art of prognosticating, power of prediction

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)