στερεομετρία

From LSJ
Revision as of 12:20, 6 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεομετρία Medium diacritics: στερεομετρία Low diacritics: στερεομετρία Capitals: ΣΤΕΡΕΟΜΕΤΡΙΑ
Transliteration A: stereometría Transliteration B: stereometria Transliteration C: stereometria Beta Code: stereometri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A measurement of solids, geometry of three dimensions, Pl.Epin.990d, Arist.APo.78b38, Ph.1.23, Theo Sm.p.1 H.

German (Pape)

[Seite 936] ἡ, das Ausmessen fester Körper nach Lange, Breite, Tiefe od. Höhe, Stereometrie, Arist. An. post. 1, 13.

Greek (Liddell-Scott)

στερεομετρία: ἡ, ἡ καταμέτρησις τῶν στερεῶν, γεωμετρία τῶν τριῶν διαστάσεων, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 1. 13, 7.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
κλάδος της γεωμετρίας στον οποίο εξετάζονται οι γεωμετρικές ιδιότητες τών στερεών σωμάτων
αρχ.
η καταμέτρηση τών στερεών σωμάτων κατά μήκος, πλάτος και βάθος ή ύψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -μετρία (< -μέτρης < μέτρον)].

Russian (Dvoretsky)

στερεομετρία: ἡ стереометрия, измерение твердых (объемных) тел Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στερεομετρία -ας, ἡ [στερεός, μέτρον] wisk. ruimtelijke meetkunde, stereometrie (d.w.z. meetkunde van driedimensionale lichamen).