λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Full diacritics: κόκκυς | Medium diacritics: κόκκυς | Low diacritics: κόκκυς | Capitals: ΚΟΚΚΥΣ |
Transliteration A: kókkys | Transliteration B: kokkys | Transliteration C: kokkys | Beta Code: ko/kkus |
λόφος, Hsch.
κόκκυς, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λόφος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].