τεττιγόνιον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A a small and voiceless kind of τέττιξ, a leaf-hopper or cicadelle, Arist.HA532b17; fem. pl. tettigoniae, Plin.HN11.92; prob. everywhere f.l. for τιτιγόνιον (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
τεττῑγόνιον: τό, μικρότερον εἶδος τέττιγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 13, πρβλ. Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 887.
Greek Monolingual
τὸ, Α
είδος μικρού τέττιγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, -ιγος «τζιτζίκι» + υποκορ. κατάλ. -όνιον κατά τα ἀηδόνιον, χελιδόνιον.
Russian (Dvoretsky)
τεττιγόνιον: τό теттигоний (мелкая разновидность цикад) Arst.