τετράχωρος
From LSJ
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
English (LSJ)
ον,
A with four divisions, Dsc.1.101. II τ. μέτρον measure of four χῶρα, PGen.71.2, al. (iii A.D., cf. Arch.Pap.3.401).
Greek (Liddell-Scott)
τετράχωρος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα διαμερίσματα, τέσσαρας χωριστοὺς χώρους, Διοσκ. 1. 133.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ιδίως για καρπούς) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερα χωρισμένα τμήματα («τῷ φθινοπώρῳ φέρει σπέρμα ἐν θυλάκοις συνεζευγμένοις τριχώροις ἤ τετραχώροις», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ἐννεά-χωρος].