σακκοπήρα

From LSJ
Revision as of 21:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακκοπήρα Medium diacritics: σακκοπήρα Low diacritics: σακκοπήρα Capitals: ΣΑΚΚΟΠΗΡΑ
Transliteration A: sakkopḗra Transliteration B: sakkopēra Transliteration C: sakkopira Beta Code: sakkoph/ra

English (LSJ)

ἡ,

   A knapsack, wallet, rejected by Poll.10.161, who cites it from Apollod.Car.1: found in PEnteux.32.7 (iii B.C.), PLond.2.402v.16 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 858] ἡ, Sacktasche, Schnappsack, Mantelsack, Poll. 10, 161 aus Apollod. Caryst.

Greek (Liddell-Scott)

σακκοπήρα: ἡ, πήρα ἐκ σάκκου, σακκίον ὁδοιπορικόν, «ταγάρι», ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ι΄ 161, μνημονεύοντος τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Ἀπολλοδ. Κωμ. («Ἀμφ.» 1).

Greek Monolingual

η / σακκοπήρα, ΝΜΑ
οδοιπορικός σάκος από τρίχινο ύφασμα, ταγάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + πήρα «οδοιπορικός σάκος, ταγάρι»].