ὁμόγαμβροι
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
οἱ,
A sons-in-law of the same person, Poll.3.32.
German (Pape)
[Seite 333] οἱ, gemeinschaftliche Schwiegersöhne, Poll. 3, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόγαμβροι: οἱ, οἱ ἀδελφὰς γήμαντες, σύγγαμβροι, συγκηδεσταί, Πολυδ. Γ΄, 32. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 177.
Greek Monolingual
ὁμόγαμβροι, οἱ (Α)
αυτοί που έχουν νυμφευθεί αδελφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + γαμβρός.