θιασώδης
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ες,
A festive, ἀμφίπολοι Βρομίου Nonn.D. 45.270. -ών, ῶνος, ὁ, meeting-place of a θίασος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1211] ες, von der Art eines Thiasos, festlich, Nonn. D. 45, 270.
Greek (Liddell-Scott)
θιᾰσώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θιάσῳ, ἑορταστικός, ἀμφίπολοι Βρομίου Νόνν. Δ. 35. 270· ὧραι ὁ αὐτ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 45.
Greek Monolingual
θιασώδης, -ες (Α) θίασος
αυτός που μοιάζει με θίασο, εορταστικός.