διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
Full diacritics: φθύζω | Medium diacritics: φθύζω | Low diacritics: φθύζω | Capitals: ΦΘΥΖΩ |
Transliteration A: phthýzō | Transliteration B: phthyzō | Transliteration C: fthyzo | Beta Code: fqu/zw |
only in compd. ἐπιφθύζω (q.v.). φιν, σφιν,
A v. σφεῖς.
[Seite 1273] s. ἐπιφθύζω.
φθύζω: ἴδε ἐν λέξ. ἐπιφθύζω.
Α
(δωρ. τ.) τ. που απαντά μόνον ως β' συνθετικό σε διάφορα ρήματα, όπως λ.χ. στη λ. ἐπιφθύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φτύνω].