ἱματιοπλύτης
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,= κναφεύς, dub. in ib.118iii7 (ii A.D.).
Greek Monolingual
ἱματιοπλύτης, ὁ (Α)
πλύστης, καθαριστής ιματίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + πλύτης (< πλύνω)].