τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
(Α λεπρῶ, -άω και -όω) λέπρα1. προσβάλλομαι από λέπρα ή πάσχω από αυτήν2. (συν. στη μέσ.) λεποῦμαι, -όομαιγίνομαι λεπρόςαρχ.γίνομαι λεπιδωτός ή τραχύς («λεπρὰν τὴν κύστιν», Ιπποκρ.).