θυρσίτης

From LSJ
Revision as of 16:50, 30 November 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>" to "ῑ], ου, ὁ")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσίτης Medium diacritics: θυρσίτης Low diacritics: θυρσίτης Capitals: ΘΥΡΣΙΤΗΣ
Transliteration A: thyrsítēs Transliteration B: thyrsitēs Transliteration C: thyrsitis Beta Code: qursi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,= ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28 (with

   A v.l. -ῖτις).

Greek (Liddell-Scott)

θυρσίτης: ῑ, ου, ὁ, = ὠκιμοειδές, Διοσκ. (ἐκ τῶν νόθ. λ.) 4. 28.

Greek Monolingual

θυρσίτης, ὁ (Α) θύρσος
1. είδος ευώδους φυτού, αλλ. ώκιμοειδές
2. είδος πολύτιμου λίθου που μοιάζει με κοράλλι.