Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
loud: P. and V. μέγας, V. λιγύς (also Plato but rare P.), διάτορος, γεγωνός; see loud.
echoing: V. ῥόθιος, πολύρροθος.
clear-voiced: P. λαμπρόφωνος.