διάτορος
English (LSJ)
διάτορον, (τείρω)
A piercing, πέδαι A.Pr. 76; διάτορος φόβος thrilling fear, ib.181 (lyr.); of sound, διάτορος Τυρσηνικὴ σάλπιγξ Id.Eu.567: neut. as adverb, διάτορον φθέγγεσθαι Plu.2.303e; ἀναβοᾶν Luc.Gall.1.
II Pass., pierced, bored through, ποδοῖν ἀκμαί S.OT1034.
Spanish (DGE)
-ον
I 1penetrante, que entra o se clava hasta el hueso πέδαι A.Pr.76, fig. δ. φόβος el miedo que entra hasta los huesos A.Pr.181.
2 esp. rel. el sonido penetrante, estridente δ. Τυρσηνικὴ σάλπιγξ A.Eu.567, cf. Tim.15.147, κλαγγή Plu.2.325c, φωνή I.AI 10.8, μέλος Ael.VH 2.44, ᾠδὴ ... δ. D.Chr.2.57, δ. τι βοᾷ da un grito agudo Luc.Philopatr.6, cf. Sch.Od.5.43, neutr. como adv. φθέγγεσθαι Plu.2.303e, ἐξεφώνησαν D.C.47.43.2.
II taladrado, perforado σ' ἔχοντα διατόρους ποδοῖν ἀκμάς S.OT 1034.
III adv. διατόρως
1 calando, atravesando de un lado a otro ἐνήλατα ξύλα <γε> τρίγομφα δ. ἐρείδεται S.Fr.314.316.
2 penetrantemente, incisivamente Didym.in Zach.3.204, Hsch.δ 1095.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 qui pénètre dans, qui étreint;
2 en parl. du son perçant, aigu, ou simpl. clair;
II. transpercé.
Étymologie: διά, τείρω.
German (Pape)
1 durchbohrend, -dringend, richtiger διατόρος; πέδαι Aesch. Prom. 76; φόβος 281; bes. vom Ton; σάλπιγξ Eum. 567; μέλος Ael. V.H. 2.44; vgl. Luc. Gall. 1; Vetera Lexica ὀξύτονον.
2 Pass., durchbohrt, Soph. O.R. 1034.
Russian (Dvoretsky)
διάτορος:
1 сверлящий, глубоко врезывающийся (πέδαι Aesch.);
2 просверленный, проколотый (ποδοῖν ἀκμαί Soph.);
3 пронизывающий (φόβος Aesch.);
4 пронзительный (σάλπιγξ Aesch.; διάτορόν τι φθέγγεσθαι Plut. и ἀναβοᾶν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
διάτορος: -ον, (τείρω) διαπερῶν, διαπεραστικός, διατρυπητικός, πέδαι (ἔνθα ὁ Herm. θεωρεῖ αὐτὸ παθ.) Αἰσχύλ. Πρ. 76· δ. φόβος, φόβος καταλαμβάνων τὸν ὅλον ἄνθρωπον, αὐτόθι 181· ἐπὶ ἤχου, δ. Τυρσηνικὴ σάλπιγξ ὁ αὐτ. Εὐμ. 567· διάτορον φθέγγεσθαι Πλούτ. 2. 303Ε. ἀναβοᾶν Λουκ. Ἀλεκτρ. 1· πρβλ. διαπρύσιος. ΙΙ. παθ., διατρυπηθείς, διατετρυπημένος, ποδοῖν ἀκμαὶ Σοφ. Ο. Τ. 1034.
Greek Monolingual
διάτορος, -ον (AM)
1. διατρυπημένος πέρα ώς πέρα, διάτρητος
2. αυτός που διατρυπά
3. (για ήχο) οξύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δια + τόρος < (θ.) τορ- του τορείν (απρμφ. αορ. του τείρω].
Greek Monotonic
διάτορος: -ον (τείρω),·
I. διαπεραστικός, δηκτικός, οχληρός, σε Αισχύλ.· δ. φόβος, ανατριχιαστικός φόβος, στον ίδ.· λέγεται για σάλπιγγα, στον ίδ.
II. Παθ., διατρυπημένος, διαπερασμένος ανάμεσα, σε Σοφ.
Middle Liddell
διά-τορος, ον adj τείρω
I. piercing, galling, Aesch.; δ. φόβος thrilling fear, Aesch.; of a trumpet, Aesch.
II. pass. pierced, bored through, Soph.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=διαπεραστικός, ὀξύς). Ἀπό τό διά + τείρω (=περνῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.