διάτορος

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάτορος Medium diacritics: διάτορος Low diacritics: διάτορος Capitals: ΔΙΑΤΟΡΟΣ
Transliteration A: diátoros Transliteration B: diatoros Transliteration C: diatoros Beta Code: dia/toros

English (LSJ)

διάτορον, (τείρω)
A piercing, πέδαι A.Pr. 76; διάτορος φόβος thrilling fear, ib.181 (lyr.); of sound, διάτορος Τυρσηνικὴ σάλπιγξ Id.Eu.567: neut. as adverb, διάτορον φθέγγεσθαι Plu.2.303e; ἀναβοᾶν Luc.Gall.1.
II Pass., pierced, bored through, ποδοῖν ἀκμαί S.OT1034.

Spanish (DGE)

-ον
I 1penetrante, que entra o se clava hasta el hueso πέδαι A.Pr.76, fig. δ. φόβος el miedo que entra hasta los huesos A.Pr.181.
2 esp. rel. el sonido penetrante, estridente δ. Τυρσηνικὴ σάλπιγξ A.Eu.567, cf. Tim.15.147, κλαγγή Plu.2.325c, φωνή I.AI 10.8, μέλος Ael.VH 2.44, ᾠδὴ ... δ. D.Chr.2.57, δ. τι βοᾷ da un grito agudo Luc.Philopatr.6, cf. Sch.Od.5.43, neutr. como adv. φθέγγεσθαι Plu.2.303e, ἐξεφώνησαν D.C.47.43.2.
II taladrado, perforado σ' ἔχοντα διατόρους ποδοῖν ἀκμάς S.OT 1034.
III adv. διατόρως
1 calando, atravesando de un lado a otro ἐνήλατα ξύλα <γε> τρίγομφα δ. ἐρείδεται S.Fr.314.316.
2 penetrantemente, incisivamente Didym.in Zach.3.204, Hsch.δ 1095.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qui pénètre dans, qui étreint;
2 en parl. du son perçant, aigu, ou simpl. clair;
II. transpercé.
Étymologie: διά, τείρω.

German (Pape)

1 durchbohrend, -dringend, richtiger διατόρος; πέδαι Aesch. Prom. 76; φόβος 281; bes. vom Ton; σάλπιγξ Eum. 567; μέλος Ael. V.H. 2.44; vgl. Luc. Gall. 1; Vetera Lexica ὀξύτονον.
2 Pass., durchbohrt, Soph. O.R. 1034.

Russian (Dvoretsky)

διάτορος:
1 сверлящий, глубоко врезывающийся (πέδαι Aesch.);
2 просверленный, проколотый (ποδοῖν ἀκμαί Soph.);
3 пронизывающий (φόβος Aesch.);
4 пронзительный (σάλπιγξ Aesch.; διάτορόν τι φθέγγεσθαι Plut. и ἀναβοᾶν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

διάτορος: -ον, (τείρω) διαπερῶν, διαπεραστικός, διατρυπητικός, πέδαι (ἔνθα ὁ Herm. θεωρεῖ αὐτὸ παθ.) Αἰσχύλ. Πρ. 76· δ. φόβος, φόβος καταλαμβάνων τὸν ὅλον ἄνθρωπον, αὐτόθι 181· ἐπὶ ἤχου, δ. Τυρσηνικὴ σάλπιγξ ὁ αὐτ. Εὐμ. 567· διάτορον φθέγγεσθαι Πλούτ. 2. 303Ε. ἀναβοᾶν Λουκ. Ἀλεκτρ. 1· πρβλ. διαπρύσιος. ΙΙ. παθ., διατρυπηθείς, διατετρυπημένος, ποδοῖν ἀκμαὶ Σοφ. Ο. Τ. 1034.

Greek Monolingual

διάτορος, -ον (AM)
1. διατρυπημένος πέρα ώς πέρα, διάτρητος
2. αυτός που διατρυπά
3. (για ήχο) οξύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δια + τόρος < (θ.) τορ- του τορείν (απρμφ. αορ. του τείρω].

Greek Monotonic

διάτορος: -ον (τείρω),·
I. διαπεραστικός, δηκτικός, οχληρός, σε Αισχύλ.· δ. φόβος, ανατριχιαστικός φόβος, στον ίδ.· λέγεται για σάλπιγγα, στον ίδ.
II. Παθ., διατρυπημένος, διαπερασμένος ανάμεσα, σε Σοφ.

Middle Liddell

διά-τορος, ον adj τείρω
I. piercing, galling, Aesch.; δ. φόβος thrilling fear, Aesch.; of a trumpet, Aesch.
II. pass. pierced, bored through, Soph.

English (Woodhouse)

loud, shrill

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=διαπεραστικός, ὀξύς). Ἀπό τό διά + τείρω (=περνῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.