Νειλόρυτος
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ον, (ῥέω) A watered by the Nile, προβολή AP9.350 (Leon. Alex.).
Greek (Liddell-Scott)
Νειλόρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ ὑπὸ τοῦ Νείλου διαρρεόμενος, ἀρδευόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 350.
Greek Monotonic
Νειλόρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που αρδεύεται από τον Νείλο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
Νειλόρῠτος: орошаемый Нилом (προβολή Anth.).