διακαρτέρησις
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
εως, ἡ, A endurance, perseverance, Marin.Procl.26(pl.).
German (Pape)
[Seite 581] ἡ, die Ausdauer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακαρτέρησις: -εως, ἡ, μέχρι τέλους ἐγκαρτέρησις, μτγν.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
aguante, perseveranciaref. a una dieta, Marin.Procl.26.
Greek Monolingual
διακαρτέρησις, η (AM) διακαρτερώ
καρτερικότητα, υπομονή.