διαρρωγή
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A gap, interstice, left in applying a bandage, Hp.Art. 35.
Greek (Liddell-Scott)
διαρρωγή: ἡ, χάσμα, διάστημα ἀφεθὲν κατὰ τὴν ἐφαρμογὴν ἐπιδέσμου, Ἱππ. Ἄρθρ. 822.
Greek Monolingual
διαρρωγή, η (Α)
χάσμα, κενό που αφήνεται κατά την επίδεση με επίδεσμο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαρρωγή -ῆς, ἡ [διαρρήγνυμι] spleet.