δυσηκοέω
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
A to be hard of hearing, Antyll. ap. Orib.10.13.5.
German (Pape)
[Seite 680] schwer hören, Medic.; auch = ungern gehorchen.
Greek (Liddell-Scott)
δυσηκοέω: δυσκόλως ἀκούω, ἀπειθῶ, Ὀρειβάσ. 298 Ματθ., πρβλ. καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 276.
Spanish (DGE)
ser duro de oído πρὸς δυσηκοοῦντας en una receta, Gal.14.405, cf. Antyll. en Orib.10.13.5, Alex.Trall.2.77.3, Paul.Aeg.3.23.3.