καθίδρυσις
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
English (LSJ)
εως, ἡ, A = ἵδρυσις, ἑαυτῆς, of Artemis, D.S.4.51; ἀγαλμάτων Iamb.Myst.5.23 (pl.), cf. Poll.1.11, Cat.Cod.Astr.8(4).252; ἀνδριάντων Cod.Just.1.4.26.6 (pl.); foundation-festival, BGU1.28 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1285] ἡ, = ἵδρυσις, D. Sic. 4, 51, ἀγαλμάτων Poll. 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
καθίδρῡσις: -εως, ἡ = ἵδρυσις,Λατ. dedicatio, Διόδ. 4. 51, κτλ. ΙΙ. ὁ ἐνθρονισμὸς αὐτοκράτορος, Φιλόστοργ. 9. 10.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθίδρῡσις: εως ἡ устанавливание, воздвигание: κ. ἑαυτοῦ Diod. устройство своего местопребывания.