κεστρῖνος

From LSJ
Revision as of 09:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεστρῖνος Medium diacritics: κεστρῖνος Low diacritics: κεστρίνος Capitals: ΚΕΣΤΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kestrînos Transliteration B: kestrinos Transliteration C: kestrinos Beta Code: kestri=nos

English (LSJ)

ὁ,    A = κεστρεύς, Anaxandr.34.8, Hyp.Fr.188.    II in pl., pieces of the fish κέστρα, EM506.45, Phot.

German (Pape)

[Seite 1426] ὁ, = κεστρεύς; Anaxandr. Ath. VII, 307 f; Hyperid. bei Harpocr.; aber nach B. A. 271 τόμια καὶ τεμάχη τῶν ἰχθύων; vgl. E. M 506, 45.

Greek (Liddell-Scott)

κεστρῖνος: ὁ, = κεστρεύς, Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τεμάχια τοῦ ἰχθύος, κέστρα, Ἐτυμολ. Μέγ. 506. 45. Φώτ.

Greek Monolingual

κεστρῑνος, ὁ (Α)
1. κεστρεύς
2. στον πληθ. οί κεστρῑνοι
τα τεμάχια του ψαριού κέστρα, της σφύραινας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του κεστρεύς.