κεκλασμένως
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
Adv., (κλάω A) A effeminately, Anon. ap. Suid.s.v.ληκυθισμός.
German (Pape)
[Seite 1413] zerbrochen, Suid., von κλάω.
Greek (Liddell-Scott)
κεκλασμένως: Ἐπίρρ. (κλάω) ἐκτεθηλυμμένως, παρὰ Σουΐδ.