Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
Full diacritics: μονοπάτωρ | Medium diacritics: μονοπάτωρ | Low diacritics: μονοπάτωρ | Capitals: ΜΟΝΟΠΑΤΩΡ |
Transliteration A: monopátōr | Transliteration B: monopatōr | Transliteration C: monopator | Beta Code: monopa/twr |
[ᾰ], ορος, ὁ, A only father, Iamb.Myst.8.2.
μονοπάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
ο μόνος πατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. μητρο-πάτωρ.