μονολήκυθος
From LSJ
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
English (LSJ)
ον, A = αὐτολήκυθος 11, Posidipp. ap. Ath.10.414e.
German (Pape)
[Seite 203] allein mit der Oelflasche, = αὐτολήκυθος, Posidipp. 17 (App. 68 aus Ath. X, 414 e).
Greek (Liddell-Scott)
μονολήκῠθος: -ον, = αὐτολήκυθος, Ποσείδιππος παρ’ Ἀθην. 414Ε.