μωμητικός
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ή, όν, A censorious, Phld.Ir.p.57 W., Ptol. Tetr.160, Vett.Val.16.22.
Greek (Liddell-Scott)
μωμητικός: -ή, -όν, ψεκτικός, κατακρίνων, Φιλόδημ. περὶ Ὀργ. 1. σ. 60.
Greek Monolingual
μωμητικός, -ή, -όν (Α) μωμητής
αυτός που κατακρίνει, που ψέγει.