μωμητικός
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
μωμητική, μωμητικόν, censorious, Phld.Ir.p.57 W., Ptol. Tetr.160, Vett.Val.16.22.
Greek (Liddell-Scott)
μωμητικός: -ή, -όν, ψεκτικός, κατακρίνων, Φιλόδημ. περὶ Ὀργ. 1. σ. 60.
Greek Monolingual
μωμητικός, -ή, -όν (Α) μωμητής
αυτός που κατακρίνει, που ψέγει.