νευροτόμος

From LSJ
Revision as of 13:29, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευροτόμος Medium diacritics: νευροτόμος Low diacritics: νευροτόμος Capitals: ΝΕΥΡΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: neurotómos Transliteration B: neurotomos Transliteration C: nevrotomos Beta Code: neuroto/mos

English (LSJ)

ον,    A cutting sinews, Man.5.221.

Greek (Liddell-Scott)

νευροτόμος: -ον, ὁ κόπτων τὰ νεῦρα, τοὺς τένοντας, Μανέθ. 5. 221.

Greek Monolingual

νευροτόμος, -ον (Α)
αυτός που αποκόπτει τα νεύρα, τους τένοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. λινο-τόμος, μοσχο-τόμος.