νευροποιητικός
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ή, όν, A making sinews, Gal.Nat.Fac.1.6.
Greek (Liddell-Scott)
νευροποιητικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν νεῦρα, Γαλην. 5. 12.
Greek Monolingual
νευροποιητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που δημιουργεί νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + ποιῶ].