νυκταιροδύτειρα
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
[δῠ], ἡ, A she that rises and sets by night, of the moon, PMag.Par.1.2546.
Spanish
que nace y se oculta por la noche
Greek Monolingual
νυκταιροδύτειρα, ἡ (Α)
(για τη Σελήνη) αυτή που ανατέλλει και δύει κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + αἴρω + δύω + επίθημα -τειρα].