νυκτίρεμβος

From LSJ
Revision as of 13:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐρεμβος Medium diacritics: νυκτίρεμβος Low diacritics: νυκτίρεμβος Capitals: ΝΥΚΤΙΡΕΜΒΟΣ
Transliteration A: nyktírembos Transliteration B: nyktirembos Transliteration C: nyktiremvos Beta Code: nukti/rembos

English (LSJ)

ον,    A strolling, wandering about by night, Vett.Val.16.11 : wrongly spelt νυκτερίρεμβος in Ptol.Tetr. 161.

Greek Monolingual

νυκτίρεμβος και νυκτερίρεμβος -ον (Α)
αυτός που περιφέρεται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + ῥέμβος (< ῥέμβομαι «περιφέρομαι»). Ο τ. νυκτερίρεμβος είναι εσφαλμένος].