πανώδυνος
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
ον, A all-grievous, λιμός App.BC5.67.
German (Pape)
[Seite 465] ganz od. sehr schmerzhaft, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνώδῠνος: -ον, πλήρης ὀδύνης, ὀδυνηρότατος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 67, Ἐπιφάν. 2. 268.
Greek Monolingual
-ον, Α
γεμάτος οδύνη, οδυνηρότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ώδινος (< ὀδύνη), πρβλ. πολυ-ώδυνος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].