παρημελημένως

From LSJ
Revision as of 15:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρημελημένως Medium diacritics: παρημελημένως Low diacritics: παρημελημένως Capitals: ΠΑΡΗΜΕΛΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: parēmelēménōs Transliteration B: parēmelēmenōs Transliteration C: parimelimenos Beta Code: parhmelhme/nws

English (LSJ)

Adv., (παραμελέω)    A negligently, διατρεφόμενος Plu. 2.34od, f.l. in D.H.7.12.

German (Pape)

[Seite 521] adv. part. perf. pass. von παραμελέω, vernachlässigt, Dion. Hal. 7, 12 Luc. amor. 50.

Greek (Liddell-Scott)

παρημελημένως: Ἐπίρρ., ἀμελῶς, ἀπερισκέπτως, Διον. Ἁλ. 7. 12.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. απερίσκεπτα, αμελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρημελημένος του παραμελῶ].

Russian (Dvoretsky)

παρημελημένως: [adv. к part. pf. pass. от παραμελέω с пренебрежением, пренебрежительно Plut., Luc.