πολυηδής
From LSJ
English (LSJ)
ές, A very pleasant, Hdn.Gr.2.689.
Greek Monolingual
-ές, Α
πολύ ηδύς, πολύ ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ηδής (< ἧδος, τὸ < ἡδύς «γλυκός, ευχάριστος»), πρβλ. μελι-ηδής].
Full diacritics: πολυηδής | Medium diacritics: πολυηδής | Low diacritics: πολυηδής | Capitals: ΠΟΛΥΗΔΗΣ |
Transliteration A: polyēdḗs | Transliteration B: polyēdēs | Transliteration C: polyidis | Beta Code: poluhdh/s |
ές, A very pleasant, Hdn.Gr.2.689.
-ές, Α
πολύ ηδύς, πολύ ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ηδής (< ἧδος, τὸ < ἡδύς «γλυκός, ευχάριστος»), πρβλ. μελι-ηδής].