πολύαμμος
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ον, A abounding in sand, sandy, Hsch. s.v. ἠμαθόεντος.
German (Pape)
[Seite 659] sandreich, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πολύαμμος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ἄμμον, ἀμμώδης, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει άφθονη άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄμμος (πρβλ. χρύσ-αμμος)].