πολύνυμφος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ον, A with many brides, Poll.3.48.
German (Pape)
[Seite 667] mit vielen Bräuten, Poll. 3, 48.
Greek (Liddell-Scott)
πολύνυμφος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς νύμφας, Πολυδ. Γ΄, 48.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πολλές νύφες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. κακό-νυμφος].