μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Full diacritics: ποτνιασις | Medium diacritics: ποτνίασις | Low diacritics: ποτνίασις | Capitals: ΠΟΤΝΙΑΣΙΣ |
Transliteration A: potníasis | Transliteration B: potniasis | Transliteration C: potniasis | Beta Code: potniasis |
εως, ἡ, A loud lamentation, Poll.6.201.
[Seite 690] ἡ, das Anrufen, flehentliche Bitten eines Gottes; Poll. 6, 201 nennt das Wort τραχύ.
-άσεως, ἡ, Α ποτνιῶμαι
συνοδευόμενη από δάκρυα επίκληση ή ικεσία προς έναν θεό.