πότισμα

From LSJ
Revision as of 21:51, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πότισμα Medium diacritics: πότισμα Low diacritics: πότισμα Capitals: ΠΟΤΙΣΜΑ
Transliteration A: pótisma Transliteration B: potisma Transliteration C: potisma Beta Code: po/tisma

English (LSJ)

ατος, τό,    A draught, Asclep. ap. Gal.14.137.

German (Pape)

[Seite 690] τό, der Trank, Diosc.

Spanish

bebida, pócima

Greek Monolingual

-ίσματος, το, ΝΜΑ ποτίζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του ποτίζω (α. «το πότισμα του κήπου» β. «όταν γυρίσουν τα ζώα από το πότισμα, να τους δώσετε να φάνε»)
νεοελλ.
η τεχνητή παροχή νερού σε καλλιεργημένη γη ή σε φυτά, η άρδευση.